Αγγλικός όρος
dendrite
Ορισμός
Διακλαδιζόμενη διεργασία του κυτοπλάσματος ενός νευρώνα που άγει τις ώσεις προς το σώμα του κυττάρου. Συνήθως υπάρχουν πολλοί δενδρίτες σε ένα κύτταρο. Σχηματίζουν συνάψεις με άλλους νευρώνες.
Συνώνυμο
dendron
Ετυμολογία
[Ελλ. dendrites, ο αναφερόμενος σε δένδρο]
Υπώνυμος όρος
extracapsular dendrite
intracapsular dendrite