Αγγλικός όρος
hydrogen bond
Ορισμός
Η ασθενής έλξη ενός ομοιοπολικά συνδεδεμένου υδρογόνου με το γειτονικό οξυγόνο ή τα άτομα αζώτου, στο ίδιο ή σε διαφορετικό μόριο. Οι δεσμοί υδρογόνου προσδίδουν στο νερό τη συνεκτικότητά του και την επιφανειακή του τάση. Βοηθούν επίσης στη διατήρηση της τρισδιάστατης μορφής των πρωτεϊνών και των πυρηνικών οξέων, η οποία είναι βασική για τη λειτουργικότητά τους.
Κύριος όρος
bond