Αγγλικός όρος

diaphragm

Ορισμός

1. Λεπτή μεμβράνη όπως αυτή που χρησιμοποιείται στην κάθαρση.

2. Στην μικροσκοπία, διάταξη η οποία βρίσκεται τοποθετημένη κάτω από το άνοιγμα της αντικειμενοφόρου πλάκας του μικροσκοπίου και επιτρέπει τη ρύθμιση της ποσότητας του φωτός που θα διέλθει μέσω του αντικειμένου.

3. Ένα ελαστικό ή πλαστικό κύπελλο το οποίο προσαρμόζεται στον τράχηλο της μήτρας και χρησιμοποιείται για την αντισύλληψη.

4. Σκελετικός μυς, θολωτού σχήματος που διαχωρίζει την κοιλιακή από την θωρακική κοιλότητα, με το κυρτό του μέρος προς τα επάνω. Συσπάται για να προωθήσει την εισπνοή, πλατύνει προς τα κάτω και επιτρέπει την έκπτυξη των πνευμόνων. Χαλαρώνει για να προωθήσει την εκπνοή, επανέρχεται στο θολωτό του σχήμα και συμπιέζει τους πνεύμονες.

Η έκφυση του διαφράγματος είναι η ξιφοειδής απόφυση, ο κατώτερος από τους έξι πλευρικούς χόνδρους και ο οσφυϊκός σπόνδυλος. Το διάφραγμα βρίσκεται αμέσως πάνω από τον στόμαχο, τον σπλήνα, τα επινεφρίδια και τους νεφρούς· η δεξιά πλευρά είναι ελαφρώς υψηλότερη από την αριστερή.

Ετυμολογία

[Ελλ. diaphragma, διάφραγμα]

Υπώνυμος όρος

Bucky diaphragm
hernia of diaphragm
pelvic diaphragm
urogenital diaphragm