Αγγλικός όρος

diagnosis

Ορισμός

1. O όρος που μαρτυρεί την πάθηση ή το σύνδρομο από το οποίο πάσχει ή πιστεύεται ότι πάσχει ένα άτομο.

2. Η χρήση επιστημονικών ή κλινικών μεθόδων για την εδραίωση του αίτιου και της φύσης της ασθένειας ή της βλάβης από την πάσχει ένα άτομο, καθώς και η επακόλουθη λειτουργική ανεπάρκεια που προκαλείται από την παθολογία. Η διάγνωση δημιουργεί τη βάση για την περίθαλψη του ασθενούς.

Πληθυντικός

diagnoses

Υπώνυμος όρος

antenatal diagnosis
clinical diagnosis
cytological diagnosis
differential diagnosis
dual diagnosis
diagnosis by exclusion
medical diagnosis
nursing diagnosis
oral diagnosis
pathological diagnosis
physical diagnosis
physical therapist diagnosis
preimplantation genetic diagnosis
prenatal diagnosis
primary diagnosis
radiographic diagnosis
serological diagnosis