Αγγλικός όρος

discrimination

Ορισμός

1. Η διαδικασία της διάκρισης ή της διαφοροποίησης.

2. Η άνιση και άδικη μεταχείριση ή άρνηση των δικαιωμάτων χωρίς εύλογη αιτία. Οι ομοσπονδιακοί νόμοι απαγορεύουν τις διακρίσεις που βασίζονται στην ηλικία, στο φύλο, στις σεξουαλικές προτιμήσεις, στη θρησκεία, τη φυλή, στην εθνική καταγωγή και στην αναπηρία.

Ετυμολογία

[Λατ. discriminare, ξεχωρίζω, διακρίνω]

Υπώνυμος όρος


figure-ground discrimination
one-point discrimination
tonal discrimination
two-point discrimination