Αγγλικός όρος

mental retardation

Ορισμός

Νοημοσύνη κάτω από το μέσο όρο, έκδηλη πριν από την ηλικία των 18, σχετιζόμενη με ελαττωμένη μάθηση ή επικοινωνία· πτωχή κοινωνική, ομαδική ή διαπροσωπική προσαρμογή· και ανικανότητα του ατόμου να λειτουργήσει ανεξάρτητα (π.χ., να υποστηρίξει τον εαυτό του, να ζήσει με ασφάλεια και υγεία).

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Σε πολλούς ανθρώπους, η αιτία δεν έχει αναγνωριστεί. Βλάβες που συμβαίνουν κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη (π.χ., έκθεση σε λοιμώξεις ή τοξίνες μέσα στη μήτρα)· γενετικά σύνδρομα (νόσος Tay-Sachs ή σύνδρομο Down) έκθεση σε τοξίνες στην παιδική ηλικία (π.χ., μόλυβδος) ή κοινωνική και συναισθηματική αποστέρηση κατά την βρεφική ή παιδική ηλικία, μπορούν όλα να συμβάλουν σε έκπτωση της διανοητικής ανάπτυξης.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Δοκιμασίες νοημοσύνης (π.χ., δοκιμασίες του δείκτη νοημοσύνης ή IQ tests) χρησιμοποιούνται για να διαγνώσουν τη διανοητική υστέρηση, ειδ. όταν πτωχές βαθμολογίες σε αυτές τις δοκιμασίες συσχετίζονται με παρατηρούμενες δυσκολίες στην προσαρμογή στο περιβάλλον.