Αγγλικός όρος

depersonalization disorder

Ορισμός

Η πεποίθηση που έχει κάποιος προσωρινά, ότι η πραγματικότητα έχει χαθεί ή έχει αλλάξει. O ασθενής αισθάνεται αποξενωμένος ή σαν να μην υπάρχει, ενώ μπορεί να αισθάνεται τα άκρα να έχουν αλλάξει μέγεθος. Ένα αίσθημα ότι οι κινήσεις του είναι αυτοματοποιημένες ή ότι μπορεί να βρίσκεται σε κάποιο όνειρο. Συνήθως η έναρξη των συμπτωμάτων είναι ταχεία και εμφανίζεται συνήθως στην εφηβεία ή υπό συνθήκες υψηλού στρες, κόπωσης ή ταραχής.