Αγγλικός όρος
substance dependence disorder
Ορισμός
Εξαρτησιακή διαταραχή εξαιτίας της εθιστικής χρήσης φαρμάκου. Χαρακτηρίζεται από σύνολο συμπεριφορικών και φυσιολογικών συμπτωμάτων τα οποία υποδηλώνουν τη συνεχιζόμενη χρήση της ουσίας παρά την εκδήλωση σημαντικών προβλημάτων. Ο όρος περιλαμβάνει ποικιλία ουσιών αλλά συνήθως εξαιρείται η καφεΐνη. Οι ασθενείς αναπτύσσουν ανοχή στην ουσία και απαιτούν προοδευτικά μεγαλύτερες ποσότητες προκειμένου να επιτύχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Επιπρόσθετα, οι ασθενείς βιώνουν σωματικά και ψυχολογικά σημεία στέρησης εάν λάβουν την ουσία.