Αγγλικός όρος
personality disorder
Ορισμός
Μια παθολογική διαταραχή της αντίληψης, της επικοινωνίας και της σκέψης. Οι διαταραχές της
προσωπικότητας εκδηλώνονται τουλάχιστον σε δύο από τους ακόλουθους τομείς: στο γνωστικό επίπεδο, στην παρόρμηση, στην διαπροσωπική λειτουργία και
στον έλεγχο των ερεθισμάτων. Γενικά η νόσος έχει μεγάλη διάρκεια και μπορεί να διαγνωστεί πρώιμα στην εφηβεία.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Για τη θεραπεία
αυτών των διαταραχών μπορεί να χρησιμοποιηθούν ψυχοθεραπεία, ψυχοφάρμακα ή ο συνδυασμός τους, αν και πολλές διαταραχές της προσωπικότητας
ανθίστανται στην θεραπεία.
Υπώνυμος όρος
antisocial personality
avoidant personality
disorder
borderline personality disorder
Cluster A personality disorder
Cluster B personality disorder
Cluster C personality disorder
histrionic personality disorder
obsessive-compulsive personality disorder
narcissistic personality disorder
paranoid personality
disorder
passive-aggressive personality disorder
schizoid personality disorder