Αγγλικός όρος
diffusion
Ορισμός
Η τάση των μορίων μιας ουσίας (αερίου, υγρού ή στερεού) να μετακινείται από μια περιοχή υψηλής συγκέντρωσης σε μια άλλη χαμηλότερης συγκέντρωσης. Στο σώμα, το οξυγόνο και το διοξείδιο του άνθρακα μετακινούνται με διάχυση. Η διάχυση του νερού σε περιοχή υψηλότερης συγκέντρωση διαλελυμέ-νων ουσιών ονομάζεται ώσμωση.
Ετυμολογία
[" + fundere, χύνω]
Υπώνυμος όρος
diffusion
coefficient
facilitated diffusion