Αγγλικός όρος
twin
Ορισμός
Ένα εκ των δυο παιδιών που αναπτύσσονται εντός της μήτρας την ίδια στιγμή από την ίδια κύηση.
Βλ.: εικόνα
ΕΠΙΠΤΩΣΗ: Ανά 1000 γεννήσεις, η
συχνότητα εμφάνισης είναι 1:88 για Λευκούς Αμερικανούς, 1:70 για Μαύρους Αμερικανούς. Γενικώς, η συχνότητα είναι υψηλότερη σε μαύρους και
Ανατολικούς Ινδιάνους και χαμηλότερη σε Βόρειους Ευρωπαίους.
ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΔΙΔΥΜΑ: Μονοωικοί και διωικοί δίδυμοι παρέχουν μια μοναδική
πηγή διερεύνησης της προέλευσης και του φυσικού ιστορικού διαφόρων ασθενειών και ανακάλυψης των διαφορετικών ρυθμών περιβαλλοντικών και
κληρονομικών παραγόντων στην πρόκληση σωματικών και διανοητικών διαταραχών. Ειδικά σημαντικές είναι οι μελέτες που ακολουθούν την πορεία
μονοωικών διδύμων που διαχωρίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη γέννηση και έζησαν στη συνέχεια σε διαφορετικές κοινωνικές, οικονομικές,
εκπαιδευτικές και περιβαλλοντικές καταστάσεις. Σε άλλη έρευνα, το δίδυμο παιδί που γεννήθηκε δεύτερο ανακαλύφθηκε ότι βρίσκεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο
για ανεπιθύμητη κατάληξη (π.χ. ανάγκη διασωλήνωσης και ανάνηψης, χαμηλότερη των 5-λεπτών βαθμολογία Apgar), ακόμη και εάν έχει πραγματοποιηθεί
καισαρική τομή.
Υπώνυμος όρος
biovular twin
conjoined twin
dizygotic twin
enzygotic twin
fraternal
twin
growth discordant twin
identical twin
impacted twin
interlocked twin
monozygotic twin
parasitic twin
true twin
unequal
twin
uniovular twin
vanishing twin