Αγγλικός όρος
bite
Ορισμός
1. Το κόψιμο με τα δόντια.
2. Τραυματισμός, κατά τον οποίο η επιφάνεια του σώματος ρηγνύεται από κάποιο έντομο
ή ένα ζώο, προκαλώντας εκδορές, νυγμούς και σχισίματα. Το τραύμα περιβάλλεται συνήθως από ζώνη ερυθρότητας και οιδήματος και συνοδεύεται από άλγος,
κνησμό ή αίσθημα σφύξεως (παλμού). Αυτός ο τύπος τραύματος μολύνεται συχνά και μπορεί να περιέχει ειδικά επιβλαβή υλικά, όπως βακτήρια, τοξίνες, ιούς ή
δηλητήριο.
3. Στην οδοντιατρική, η γωνία και η μέθοδος με την οποία συγκλείνουν τα δόντια της άνω και κάτω γνάθου.
Ετυμολογία
[Αγγλ. Σαξ. bitau, δαγκώνω]
Υπώνυμος όρος
balanced bite
cat bite
close bite
cross bite
dog bite
end-to-end bite
fire ant bite
flea bite insect bite
open bite
snake bite
spider bite
stork bite
tick bite