Αγγλικός όρος
heavy metal poisoning
Ορισμός
Tοξικότητα που προκαλείται από τη λήψη από το στόμα, από την εισπνοή ή από την απορρόφηση οποιουδήποτε βαρέως μετάλλου και ειδικότερα μόλυβδου ή υδράργυρου. Τα συμπτώματα καθορίζονται από τον τύπο και την διάρκεια της έκθεσης και μπορεί να περιλαμβάνουν πνευμονικές, νευρολογικές, δερματικές ή γαστρεντερικές διαταραχές.
Κύριος όρος
poisoning