Αγγλικός όρος

carbon dioxide

Ορισμός

ΣΥΜΒ.: CO2. Άχρωμο αέριο, βαρύτερο του αέρα, το οποίο παράγεται κατά την ανάφλεξη ή αποδόμηση του άνθρακα ή των ενώσεών του. Είναι το τελικό μεταβολικό προϊόν των ανθρακούχων ενώσεων που υπάρχουν στις τροφές. Το σώμα απομακρύνει το CO2 μέσω των πνευμόνων. Εάν το CO2 συσσωρευθεί στα σωματικά υγρά, θα ελαττωθεί το pH τους. Αποδίδεται επίσης κατά την αποδόμηση φυτικής και ζωικής ύλης και σχηματίζεται κατά την αλκοολική ζύμωση όπως συμβαίνει κατά την παρασκευή άρτου. Τα φυτά το απορροφούν απευθείας από τον αέρα καιτο χρησιμοποιούν στη φωτοσύνθεση. Φυλλική επιφάνεια ίση προς περίπου 1 τετραγωνικό μέτρο, μπορεί να απορροφήσει το CO2 που περιέχεται σε 2500 λίτρα αέρα μέσα σε 1 ώρα. Ένα εκτάριο δέντρων χρησιμοποιεί κατ' εκτίμηση 4 % τόνους (4082 κιλά) CO2 ετησίως. Εμπορικά, το αέριο CO2 χρησιμοποιείται στα ανθρακούχα ποτά και η στερεή μορφή στην παρασκευή ξηρού πάγου.

Υπώνυμος όρος

carbon dioxide combining power
carbon dioxide inhalation
carbon dioxide poisoning
carbon dioxide solid therapy