Αγγλικός όρος
diuresis
Ορισμός
H έκκριση και διέλευση μεγάλων ποσοτήτων ούρων. H διούρηση προκύπτει ως επιπλοκή διαταραχών του μεταβολισμού, όπως ο
σακχαρώδης διαβήτης, ο άποιος διαβήτης και η υπασβεστιαιμία, μεταξύ άλλων. Επίσης εμφανίζεται κατά την αιφνίδια αποκατάσταση της απόφραξης των
ούρων (μετα-αποφρακτική διούρηση), μετά από γέννα και μετά από υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες.
Τα διουρητικά φάρμακα χρησιμοποιούνται για τη
διαχείριση παθήσεων που χαρακτηρίζονται από υπερφόρτιση υγρών, όπως η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, η κίρρωση και το νεφρωτικό σύνδρομο.
Επίσης χρησιμοποιούνται στη διαχείριση του εγκεφαλικού οιδήματος, την υπερκαλιαιμία και σε κάποιες δηλητηριάσεις.
Ετυμολογία
[Ελλ. diourein, ουρώ]
Υπώνυμος όρος
postpartum diuresis