Αγγλικός όρος
tooth
Ορισμός
Μία από τις κωνικές σκληρές δομές των άνω και κάτω γνάθων που χρησιμοποιούνται στην μάσηση. Ένα δόντι αποτελείται από ένα τμήμα μύλης πάνω από τα ούλα, ένα τμήμα ρίζας εγκλεισμένο σε ένα φατνίο (φατνιακό) του γναθικού οστού, και ένα αυχένα ανάμεσα στην μύλη και τη ρίζα. Ο μαλακός ιστός ούλων καλύπτει τον αυχένα και τη ρίζα σε ένα μεταβλητό βαθμό, ανάλογα με την ηλικία και τη στοματική υγιεινή. Το κύριο τμήμα ενός οδόντα αποτελείται από οδοντίνη, η οποία περιβάλλει την πολφική κοιλότητα στην μύλη και ρίζα του δοντιού. Η οδοντίνη είναι σκληρότερη από το οστό. Η αδαμαντίνη, ο σκληρότερος ιστός του σώματος, καλύπτει την μύλη. Η οστεΐνη ουσία είναι όμοια με το οστό και καλύπτει τη ρίζα, προσδένοντας τον οδόντα στο περιβάλλον οστέινο φατνίο μέσω των περιοδοντικών συνδεσμικών ινών που είναι εγκλεισμένες στο οστό και στην οστεΐνη ουσία. Η πολφική κοιλότητα περιέχει τον οδοντικό πολφό, ένα χαλαρό συνδετικό ιστό που περιλαμβάνει πολλά κύτταρα, νεύρα και αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία. Κάθε δόντι έχει πέντε επιφάνειες: μασητική, μέση, περιφερική, γλωσσική, και παρίσθμια ή στοματική.
Υπώνυμος όρος
accessional tooth
anatomic tooth
hypersensitive tooth
impacted tooth
implanted tooth
tooth surface