Αγγλικός όρος

duodenum

Ορισμός

Το πρώτο τμήμα του λεπτού εντέρου, ανάμεσα στον πυλωρό και στη νήστιδα· έχει μήκος 20 έως 28 cm. Το δωδεκαδάκτυλο δέχεται τις ηπατικές και παγκρεατικές εκκρίσεις μέσω του κοινού χοληφόρου πόρου.

ΑNATOMIA: Το τοίχωμα του δωδεκαδακτύλου περιέχει κυκλικές πτυχώσεις και λάχνες, τα οποία αυξάνουν το εμβαδό της επιφανείας. Οι μικρολάχνες των επιθηλιακών κυττάρων αποκαλούνται ψηκτροειδής παρυφή, που επίσης αυξάνει το εμβαδόν επιφανείας για απορρόφηση. Οι εντερικοί αδένες (του Lieberkuhn) που βρίσκονται ανάμεσα στις βάσεις των λαχνών, εκκρίνουν πεπτικά ένζυμα, ενώ οι αδένες του Brunner στον υποβλεννογόνο εκκρίνουν βλέννα. Ο κοινός χοληφόρος πόρος εκβάλλει στο φύμα του Vater. Η νεύρωση γίνεται τόσο από το συμπαθητικό (το κοιλιακό πλέγμα) όσο και από το παρασυμπαθητικό (τα πνευμονογαστρικά νεύρα). Η αιμάτωση γίνεται από κλάδους των ηπατικών και ανώτερων μεσεντερικών αρτηριών.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Ο όξινος χυμός εισέρχεται στο δωδεκαδάκτυλο από το στόμαχο, όπως και η χολή, μέσω της χοληδόχου κύστης από το ήπαρ και το παγκρεατικό υγρό από το πάγκρεας. Τα χολικά άλατα γαλακτοματοποιούν τα λίπη· η χολή και τα διττανθρακικά παγκρεατικά υγρά εξουδετερώνουν την οξύτητα του χυμού. Τα παγκρεατικά ένζυμα είναι λιπάση, που πέπτει τα γαλακτοματοποιημένα λίπη σε λιπαρά οξέα και γλυκερόλη· αμυλάση, που πέπτει το άμυλο σε μαλτόζη· και θρυψίνη, χυμοθρυψίνη και καρβοξυπεπτιδάση, που συνεχίζουν την πέψη των πρωτεϊνών η οποία έχει ξεκινήσει από τον στόμαχο με την πεψίνη. Τα εντερικά ένζυμα είναι πεπτιδάσες, που ολοκληρώνουν την πέψη των πρωτεϊνών σε αμινοξέα καθώς και σουκράση, μαλτάση και λακτάση τα οποία πέπτουν τους δισακχαρίτες σε μονοσακχαρίτες. Ορισμένα από αυτά τα ένζυμα βρίσκονται στην ψηκτροειδή παρυφή του εντερικού επιθηλίου και δεν εκκρίνονται εντός του αυλού. Το δωδεκαδάκτυλο εκκρίνει τρεις ορμόνες όταν εισέρχεται ο χυμός. Το γαστρικό ανασταλτικό πεπτίδιο που μειώνει τη γαστρική κινητικότητα και τις εκκρίσεις. Η εκκριματίνη διεγείρει το πάγκρεας για την έκκριση διττανθρακικού νατρίου και το ήπαρ για την παραγωγή χολής. Η χολοκυστοκινίνη διεγείρει την έκκριση των ενζύμων από το πάγκρεας και τη σύσπαση της χοληδόχου κύστης ώστε να προωθήσει τη χολή στον κοινό χοληφόρο πόρο.

Τα τελικά προϊόντα της πέψης (αμινοξέα, μονοσακχαρίτες, λιπαρά οξέα, γλυκερόλη, βιταμίνες, μέταλλα και νερό) απορροφούνται από τα τριχοειδή ή τα χυλοφόρα εντός των λαχνών. Το αίμα από το λεπτό έντερο διέρχεται από το ήπαρ μέσω της πυλαίας φλέβας, προτού επιστρέψει στην καρδιά.

Ετυμολογία

[Λατ. duodeni, δώδεκα]