Αγγλικός όρος

dualism

Ορισμός

1. Η κατάσταση να είναι κάποιος διπλός ή διπλάσιος.

2. Η θεωρία ότι τα ανθρώπινα όντα αποτελούνται από δύο οντότητες, το νου και την ύλη, οι οποίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους.

3. Η θεωρία ότι τα διάφορα κύτταρα του αίματος προέρχονται από δυο τύπους βλαστοκυττάρων: τους μυελοβλάστες που δίνουν γένεση στα μυελικά στοιχεία και τους λεμφοβλάστες που δίνουν γένεση στα λεμφικά στοιχεία.

Ετυμολογία

[Λατ. duo, δύο + Ελλ. -ismos, κατάσταση]