Αγγλικός όρος
constipation
Ορισμός
Μείωση της κανονικής συχνότητας αφόδευσης ενός ατόμου, συνοδευόμενη από δύσκολη, ή ατελή κένωση των
κοπράνων, ή κένωση ιδιαίτερα σκληρών και ξηρών κοπράνων. Βλ.: Παράρτημα Νοσηλευτικών Διαγνώσεων.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Οι παράγοντες
προδιάθεσης σε υγιή άτομα περιλαμβάνουν δίαιτα ελλιπή σε ίνες, ανεπαρκή κατανάλωση υγρών, καθιστική ζωή και προχωρημένη ηλικία. Πολλά φάρμακα
περιλαμβανομένων των οπιοειδών, αντικαταθλιπτικών, αναστολέων των διαύλων ασβεστίου, αντιεμετικών και αντιχολινεργικών (μεταξύ άλλων) προκαλούν
δυσκοιλιότητα. Μεταξύ των μεταβολικών παθήσεων, ο υποθυρεοειδισμός και διαταραχές του μεταβολισμού του ασβεστίου, συνεισφέρουν περιστασιακά στη
δυσκολία κένωσης των κοπράνων. Μπορεί επίσης να ευθύνονται παθολογικές βλάβες του εντέρου, όπως εγκολπωματική νόσος, ορθοπρωκτική γονόρροια,
αιμορροΐδες ή αποφράξεις λόγω όγκων, συμφύσεων ή περισφιγμένων, παγιδευμένων, κηλών.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μια μεταβολή στη συχνότητα των
κενώσεων μπορεί να είναι σημείο σοβαρής εντερικής ή κολικής πάθησης (πχ., μιας κακοήθειας). Μεταβολές στις κενώσεις πρέπει να συζητώνται με ιατρό.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η κατανάλωση νωπών λαχανικών, φρούτων και δημητριακών βοηθά στην πρόληψη της δυσκοιλιότητας. Φάρμακα τα οποία απαλύνουν
τη δυσκοιλιότητα περιλαμβάνουν το docusate, ογκοπαραγωγά καθαρτικά (όπως το psyllium), ενώσεις που περιέχουν μαγνήσιο, τη λακτουλόζη και ποικιλία
κλυσμάτων.
Ετυμολογία
[Λατ. constipare, συμπιέζω]
Υπώνυμος όρος
atonic constipation
colonic constipation
obstructive constipation
perceived constipation
spastic constipation