Αγγλικός όρος

dyslexia

Ορισμός

Η δυσκολία ενός ατόμου στη χρήση και την ερμηνεία των γραπτών μορφών επικοινωνίας, η όραση του οποίου και η εν γένει ευφυία του δεν παρουσιάζουν έκπτωση. Η πάθηση συνήθως παρατηρείται σε παιδιά σχολικής ηλικίας από την τρίτη τάξη του Δημοτικού. Μπορούν να δουν και να αναγνωρίζουν τα γράμματα αλλά έχουν δυσκολία στον συλλαβισμό και την συγγραφή των λέξεων. Δεν έχουν καμία δυσκολία στην αναγνώριση των εννοιών των αντικειμένων και των εικόνων, και τυπικά δεν παρουσιάζουν καμία άλλη μαθησιακή διαταραχή.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Μολονότι το ακριβές αίτιο παραμένει άγνωστο, τα στοιχεία δείχνουν ότι η δυσλεξία είναι πιθανόν να προκαλείται από την ανικανότητα διάσπασης των λέξεων σε ήχους και τη συναρμολόγηση των ήχων των λέξεων του γραπτού λόγου.

Ετυμολογία

[" + lexis, λέξη]