Αγγλικός όρος
dyspepsia
Ορισμός
Δυσφορία στην άνω κοιλία, συχνά χρόνια ή επίμονη, η οποία στην καθομιλουμένη αναφέρεται ως «βαρυστομαχιά». Ορισμένες φορές σχετίζεται με την απορρόφηση της τροφής, ενώ μπορεί να είναι παρενέργεια πολλών φαρμάκων. Μπορεί να περιλαμβάνει συμπτώματα όπως πληρότητα, ρέψιμο, πρήξιμο, ναυτία, απώλεια όρεξης, πόνο στην άνω κοιλία.
Συνώνυμο
indigestion
Ετυμολογία
[" + peptein, χωνεύω]
Υπώνυμος όρος
acid dyspepsia
alcoholic dyspepsia
biliary dyspepsia
cardiac dyspepsia
gastric dyspepsia
gastrointestinal dyspepsia
hepatic dyspepsia
hysterical dyspepsia
nonulcer dyspepsia