Αγγλικός όρος

dyspnea

Ορισμός

Δίψα αέρος που έχει ως αποτέλεσμα την κοπιώδη ή δύσκολη αναπνοή, και ορισμένες φορές συνοδεύεται από πόνο. Είναι φυσιολογικό όταν οφείλεται στην έντονη εργασία ή στην αθλητική δραστηριότητα.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Ο ασθενής αναφέρει ότι το έργο της αναπνοής είναι υπέρμετρο. Στις ενδείξεις της δύσπνοιας μπορεί να περιλαμβάνεται η ακουόμενη κοπιώδης αναπνοή, η συστολή των μεσοπλεύριων διαστημάτων, η έκφραση πόνου, τα διογκωμένα ρουθούνια, οι παράδοξες κινήσεις του θώρακα και της κοιλίας, η ασθμαίνουσα αναπνοή και περιστασιακά η κυάνωση.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Ο ασθενής αποτιμάται για τη βατότητα των αεραγωγών, ενώ πραγματοποιείται πλήρης αξιολόγηση του αναπνευστικού συστήματος ώστε να αναγνωρισθούν πρόσθετες ενδείξεις και συμπτώματα αναπνευστικής κόπωσης καθώς και κατασταλτικοί και δυσμενείς παράγοντες. Εφόσον ενδείκνυται, λαμβάνονται οι τιμές των αερίων του αρτηριακού αίματος, ενώ παρακολουθείται ο κορεσμός του οξυγόνου. Ο ασθενής τοποθετείται σε υψηλή θέση Fowler, θέση ορθόπνοιας ή άλλη άνετη στάση. Χορηγούνται οξυγόνο και φάρμακα σύμφωνα με τη συνταγή, ενώ αξιολογείται και καταγράφεται η ανταπόκριση του ασθενούς. Ο νοσηλευτής ή ο θεραπευτής για το αναπνευστικό, παραμένουν με τον ασθενή έως ότου η αναπνοή γίνει λιγότερο κοπιώδης και μειωθεί η ανησυχία.

Συνώνυμο

air hunger breathlessness

Ετυμολογία

[" + pnoe, πνοή]

Υπώνυμος όρος

cardiac dyspnea
expiratory dyspnea
inspiratory dyspnea
paroxysmal-nocturnal dyspnea