Αγγλικός όρος
dyspraxia
Ορισμός
Διαταραχή στον προγραμματισμό, στον έλεγχο και στην εκτέλεση εθελούσιων κινήσεων. Δεν μπορεί να εξηγηθεί από την απουσία της αντίληψης, την ανεπαρκή προσοχή ή την έλλειψη συντονισμού· συνήθως σχετίζεται με εγκεφαλικό επεισόδιο, τραυματισμό στο κεφάλι ή οποιαδήποτε πάθηση που επηρεάζει τα εγκεφαλικά ημισφαίρια.
Ετυμολογία
[" + prassein, πράττω]