Αγγλικός όρος
gypsum
Ορισμός
1. Μια φυσική μορφή του ένυδρου θειικού ασβεστίου. Όταν θερμανθεί στους 130oC, χάνει το νερό του και μετατρέπεται
σε ασβεστοκονίαμα του Παρισίου (γύψος)
2. Ημιενυδατωμένος γύψος ο οποίος προκύπτει με θέρμανση και αφυδάτωση παρουσία ηλεκτρικού νατρίου ή
υδροχλωρικού ασβεστίου. Η μορφή αυτή χρησιμοποιείται ως οδοντιατρικό υλικό για την κατασκευή εκμαγείων οδοντικών προσθέσεων.
Ετυμολογία
Λατ.· Ελλ. gypsos, γύψος