Αγγλικός όρος
iatrogenesis
Ορισμός
Τραύμα ή νόσος που προκύπτει μετά από ιατρική φροντίδα. Παράδειγμα αποτελεί η χημειοθεραπεία που εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση του καρκίνου, η οποία μπορεί να προκαλέσει ναυτία, έμετο, αλωπεκία, ή μεγάλη ελάττωση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων. Η χρησιμοποίηση ουροκαθετήρα Folley στην περίπτωση ακράτειας μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος και σήψη. Κατευθυντήριος αρχή της παροχής των υπηρεσιών υγείας είναι η εφαρμογή αποτελεσματικών θεραπειών να προκαλεί όσο γίνεται λιγότερες παρενέργειες στον ασθενή, κατάσταση ιδανική η οποία δεν επιτυγχάνεται πάντα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι θάνατοι που οφείλονται σε ιατρικά σφάλματα και σε επιπλοκές της θεραπείας είναι τα συχνότερα αίτια θνησιμότητας.
Ετυμολογία
[" + gennan, γεννώ]