Αγγλικός όρος

fibrosis

Ορισμός

Η επιδιόρθωση και αντικατάσταση ερεθισμένων ιστών ή οργάνων με συνδετικούς ιστούς. Η διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση φυσιολογικών κυττάρων με ινοβλάστες (και τελικά, την αντικατάσταση φυσιολογικού ιστού, οργάνων με ουλώδη ιστό).

Ετυμολογία

[" + Ελλ. osis, πάθηση]

Υπώνυμος όρος

arteriocapillary fibrosis
diffuse interstitial pulmonary fibrosis
idiopathic pulmonary fibrosis
postfbrinosis fibrosis
premacular fibrosis
proliferative fibrosis
pulmonary fibrosis
fibrosis uteri