Αγγλικός όρος
heparin
Ορισμός
Ένα παρεντερικό αντιπηκτικό φάρμακο με ταχύτερη δράση από την βαρφαρίνη ή τα παράγωγά της. Αποτελείται από πολυσακχαρίτες
που αναστέλλουν την πήξη, σχηματίζοντας μία αντιθρομβίνη που αποτρέπει την μετατροπή της προθρομβίνης σε θρομβίνη και αποτρέποντας την
απελευθέρωση θρομβοπλαστίνης από τα αιμοπετάλια. Επειδή η ηπαρίνη απορροφάται φτωχά από την γαστρεντερική οδό, συνήθως χορηγείται ενδοφλέβια ή
υποδόρια ως άλας νατρίου ή ασβεστίου.
ΧΡHΣΕΙΣ: H ηπαρίνη χρησιμοποιείται ως αντιπηκτικό στην πρόληψη και τη θεραπεία θρόμβωσης και
εμβολής. Είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην θεραπεία των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων (όπως ασταθής στηθάγχη ή οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου).
Επειδή τα σκευάσματα ηπαρίνης είναι αρκετά ευμεγέθη για να διασχίσουν τον πλακουντικό φραγμό, είναι τα προτιμώμενα αντιπηκτικά σε έγκυες γυναίκες. Ο
ανταγωνιστής για υπερβολική δόση είναι η θειική πρωταμίνη. H πιο συχνή παρενέργεια της ηπαρίνης είναι η παθολογική αιμορραγία.
Υπώνυμος όρος
heparin lock
low molecular weight heparin
heparin sulfate