Αγγλικός όρος
malnutrition
Ορισμός
Κάθε κατάσταση που προάγει τη νόσο και είναι αποτέλεσμα είτε ανεπαρκούς είτε υπερβολικής έκθεσης σε θρεπτικά
συστατικά (δηλ., υποθρεψία ή υπερθρεψία, αντιστοίχως). Κοινές αιτίες κακής θρέψης είναι η ανεπαρκής κατανάλωση θερμίδων· η ανεπαρκής πρόσληψη
απαραίτητων βιταμινών, μετάλλων ή άλλων ιχνοστοιχείων· οι διαταραχές απορρόφησης και κατανομής των τροφών μέσα στο σώμα· η υπερφαγία· η
τοξικότητα από περίσσεια θρεπτικών στοιχείων.
Βλ.: πίνακα και ονομασίες συγκεκριμένων θρεπτικών διαταραχών (π.χ., obesity, pellegra, scurvy)
Παγκοσμίως, η κακή θρέψη είναι μία νόσος που τυπικά προκύπτει από ανεπαρκή
κατανάλωση τροφών, ειδικά πρωτεϊνών, σιδήρου και βιταμινών (π.χ., βιταμίνη Α). Σε βιομηχανοποιημένα έθνη, η υπερθρεψία είναι περισσότερο συνήθης
από την υποθρεψία. Στις Η.Π.Α., για παράδειγμα, το 50% του πληθυσμού θεωρούνται υπέρβαροι και το 22% έχουν δείκτη σωματικής μάζας μεγαλύτερο από
30 kg/m2 και είναι πραγματικά παχύσαρκοι. Η υποθρεψία στα δυτικά έθνη συνήθως
προκύπτει από φτώχεια, αλκοολισμό, χρόνιες παθήσεις ή υπερβολικές δίαιτες.
Υπώνυμος όρος
protein- energy malnutrition