Αγγλικός όρος

suppressive immunotherapy

Ορισμός

Τα κορτικοστεροειδή, οι πλέον ευρέως γνωστοί αντιφλεγμονώδεις παράγοντες, αυξάνουν τον αριθμό των ουδετεροφίλων στο αίμα αλλά ελαττώνουν την συσσώρευσή τους στα σημεία φλεγμονής, ελαττώνουν τον αριθμό και την λειτουργικότητα των άλλων λευκών αιμοσφαιρίων και αναστέλλουν την παραγωγή των κυτοκινών. Είναι περισσότερο αποτελεσματικά στην οξεία έξαρση μίας χρόνιας αυτοάνοσης νόσου και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες λόγω του ότι όταν χορηγούνται μόνα τους δεν εμποδίζουν επαρκώς τα αυτό-αντισώματα.

Τα κυτταροτοξικά φάρμακα φονεύουν όλα τα λευκά αιμοσφαίρια και τις πρόδρομες μορφές τους και αρχικά αναπτύχθηκαν ως αντικαρκινικοί παράγοντες. Ωστόσο, στις μέρες μας είναι γνωστό πως μικρές δόσεις μεθοτρεξάτης είναι αποτελεσματικές στην ελάττωση των συμπτωμάτων και στην αναγκαιότητα για κορτικοστεροειδή σε χρόνιες φλεγμονώδεις νόσους όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η νόσος του Crohn, η ψωρίαση και το άσθμα.

Η κυκλοσπορίνη και η τακρολίμη είναι ουσίες σχετικές με τα κυτταροτοξικά φάρμακα, αλλά τα φάρμακα αυτά αναστέλλουν εκλεκτικά την παραγωγή της ιντερλευκίνης-2 από τα βοηθητικά Τ κύτταρα, περισσότερο αναστέλλοντας αποτελεσματικά τον αναδιπλασιασμό τους παρά φονεύοντάς τα. Χρησιμοποιούνται ευρέως στην πρόληψη της απόρριψης μεταμοσχευμένων ιστών και στη νόσο του μοσχεύματος έναντι του ξενιστή.

Η ενδοφλέβια γ-σφαιρίνη (IVIG) χρησιμοποιείται κλασικά στην αναπλήρωση αντισωμάτων σε ασθενείς με διαταραχές ανοσοανεπάρκειας. Μπορεί ωστόσο να χρησιμοποιηθεί ως ανοσοκατασταλτικό. Η IVIG αναστέλλει την φαγοκυττάρωση των αιμοπεταλίων στην ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα· έχει εφαρμοστεί με επιτυχία στη θεραπεία παιδιών αλλά επίσης προκαλεί μία βραχυχρόνια ύφεση στους ενήλικες. Λόγω του ότι φαίνεται να αναστέλλει τα φυσικά φονικά κύτταρα και αυξάνει τα κατασταλτικά Τ κύτταρα, έχει επίσης χρησιμοποιηθεί στην θεραπεία και άλλων αυτοάνοσων νοσημάτων, η κλινική της όμως αποτελεσματικότητα δεν έχει καθοριστεί.

Τα αντιλεμφοκυτταρικά αντισώματα αναστέλλουν την μεσολαβούμενη από τα Τ κύτταρα ανοσολογικά απάντηση. Οι δύο μορφές τους είναι τα μονοκλωνικά αντισώματα, που αντιδρούν με ένα συγκεκριμένο αντιγόνο, και τα πολυκλωνικά αντισώματα τα οποία στοχεύουν σε ποικίλα διαφορετικά αντισώματα. Τα πολυκλωνικά αντισώματα δημιουργούνται μετά από ένεση ανθρωπίνων λεμφοκυττάρων σε ζώα (συνήθως ποντίκια). Τα Β κύτταρα των ζώων συλλέγονται από τον λεμφικό ιστό ή το περιφερικό αίμα και χρησιμοποιούνται για την δημιουργία αντιλεμφοκυτταρικού ορού (ALS). Tα αντισώματα που απομονώνονται από αυτά τα Β κύτταρα αποτελούν τους ενεργούς παράγοντες της αντιλεμφοκυτταρικής σφαιρίνης (ALG). Οι ALS και ALG χρησιμοποιούνται κλασικά στην θεραπεία της απόρριψης μοσχευμάτων και στις αντιδράσεις του μοσχεύματος έναντι του ξενιστή. Ωστόσο, επειδή προέρχονται από ζώα, μπορεί να προκαλέσουν ορονοσία. Επιπλέον, δεν είναι ειδικά για τα Τ κύτταρα και μπορεί να καταστρέψουν επίσης και αιμοπετάλια.

Τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι αντισώματα που παρασκευάζονται στο εργαστήριο και παράγονται από μία μοναδική κυτταρική σειρά, τα οποία παρεμποδίζουν τα μόρια του υποδοχέα που συνδέουν και μεταφέρουν τα σήματα των κυτταροκινών στα Τ κύτταρα. Το ΟΚΤ3, ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που λαμβάνεται από ποντίκια, αποτελεί ένα ισχυρό ανοσοκατασταλτικό που χρησιμοποιείται στην πρωτογενή θεραπεία της οξείας απόρριψης του μοσχεύματος; πιθανόν να είναι επίσης αποτελεσματικό στην πρόληψη της απόρριψης. Συχνά προκαλεί μία μαζική απελευθέρωση κυτταροκινών οι επιδράσεις των οποίων πρέπει να ελεγχθούν, συνήθως με την χρήση κορτικοστεροειδών, μετά την πρώτη ή την δεύτερη δόση. Επιπλέον, με την πάροδο του χρόνου το αντίσωμα διεγείρει την παραγωγή αντισωμάτων έναντι του ποντικού, τα οποία ελαττώνουν την αποτελεσματικότητά του.

Η πλασμαφαίρεση, ο διαχωρισμός και η απομάκρυνση του πλάσματος που περιέχει αυτοαντισώματα (AAb), είναι περισσότερο αποτελεσματική σε διαταραχές όπου τα AAb είναι συγκεκριμένα ως προς τον ιστό, όπως στην βαρεία μυασθένια, και σε διαταραχές όπου περισσότερα AAb βρίσκονται στο αίμα παρά σε εξωαγγειακούς χώρους.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Πολλά ανοσοκατασταλτικά φάρμακα αυξάνουν την ευαισθησία του ασθενούς σε λοιμώξεις, ειδ. σε ευκαιριακές λοιμώξεις, και αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο ανάπτυξης κακοηθών όγκων, λόγω απώλειας της ανοσοεπίβλεψης. Οι ασθενείς πρέπει να μάθουν να ελαχιστοποιούν την έκθεσή τους σε λοιμώδεις μικρο-οργανισμούς και να εφαρμόζουν συνέχεια καλό πλύσιμο των χεριών και μέτρα στοματικής υγιεινής. Η φαρμακευτική αγωγή πρέπει να είναι ακριβής και πρέπει να συνοδεύεται από εντατική εκπαίδευση του ασθενούς γύρω από τους στόχους και τις παρενέργειες των φαρμάκων και την αναγκαιότητα συχνών εργαστηριακών εξετάσεων αίματος. Πρέπει να παρέχονται τόσο προφορικές όσο και γραπτές οδηγίες.