Αγγλικός όρος

lactose

Ορισμός

1. Ένας δισακχαρίτης, ο οποίος κατά την υδρόλυση του δίνει γλυκόζη και γαλακτόζη. Συγκεκριμένα βακτήρια μπορούν να την μετατρέψουν σε γαλακτικό ή βουτυρικό οξύ, όπως στο όξινο γάλα. Το γάλα των θηλαστικών περιέχει 4% με 7% λακτόζη. Η παρουσία της στα ούρα μπορεί να δεικνύει απόφραξη της ροής του γάλακτος μετά τη διακοπή του θηλασμού. Η εμπορικά διαθέσιμη λακτόζη είναι μια λεπτή λευκή σκόνη που δεν διαλύεται σε κρύο νερό.
2. Ένα σάκχαρο, C11H22O11, που αποκτάται κατά την εξάτμιση του αγελαδινού γάλακτος. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή δισκίων και ως διαλυτικό μέσο.

Υπώνυμος όρος

lactose intolerance