Αγγλικός όρος
larynx
Ορισμός
Μυοχόνδρινο όργανο στο ανώτερο άκρο της τραχείας, κάτω από τη ρίζα της γλώσσας, που επενδύεται με κροσσωτό βλεννογόνο,
και αποτελεί τμήμα του αεραγωγού και της φωνητικής συσκευής.
Ανατομία: Ο λάρυγγας αποτελείται από εννέα χόνδρους, οι οποίοι συνδέονται
μεταξύ τους με έναν ελαστικό υμένα και κινούνται από μύες. Οι χόνδροι περιλαμβάνουν τρεις μονήρεις (κρικοειδής, θυρεοειδής και επιγλωττιδικός) και τρεις
συνεζευγμένους (αρυταινοειδής, κερατοειδής, σφηνοειδής). Ο θυρεοειδής χόνδρος ωθεί τα μαλακά μόρια προς τα εμπρός, σχηματίζοντας το μήλο του Αδάμ.
Οι εξωτερικοί μύες περιλαμβάνουν τον ωμοϋοειδή, τον στερνοϋοειδή, τον στερνοθυρεοειδή και αρκετούς άλλους· οι εσωτερικοί μύες περιλαμβάνουν τον
κρικοθυρεοειδή, τον έξω και έσω θυρεοαρυταινοειδή και τον εγκάρσιο και λοξό αρυταινοειδή. Η κοιλότητα του λάρυγγος περιέχει δύο ζεύγη πτυχών -τις
κοιλιακές πτυχές (ψευδείς φωνητικές χορδές) και τις φωνητικές πτυχές (αληθείς φωνητικές χορδές)- και χωρίζεται σε τρεις περιοχές: την αίθουσα, την κοιλία
και την κάτω είσοδο στη γλωττίδα. Ένα άνοιγμα μεταξύ των αληθών φωνητικών πτυχών δημιουργεί μια στενή σχισμή, τη γλωττίδα.
ΝΕΥΡΑ: Ο
λάρυγγας νευρώνεται από τους έσω και έξω κλάδους του άνω λαρυγγικού νεύρου.
ΑΙΜΑΤΩΣΗ: Από την κάτω θυρεοειδική, που αποτελεί κλάδο του
θυρεοειδούς στελέχους και από άνω θυρεοειδική, που αποτελεί κλάδο της έξω καρωτίδας.
Πληθυντικός
larynges
Ετυμολογία
Ελλ.
Υπώνυμος όρος
foreign bodies in larynx