Αγγλικός όρος

leishmaniasis

Ορισμός

Μια χρόνια παρασιτική νόσος του δέρματος, των σπλάγχνων ή των βλεννογόνων, η οποία προκαλείται από το γένος Leishmania και μεταδίδεται στους ανθρώπους με το δήγμα μολυσμένων φλεβοτόμων. Η λεϊσμανίαση εθεωρείτο ότι συμβαίνει με μορφή επιδημιών, αλλά εμφανίζεται κυρίως ως ενδημική νόσος στην Ασία, στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και στη Μέση Ανατολή. Το στρατιωτικό προσωπικό των Η.Π.Α. μπορεί να μολυνθεί σε επιχειρήσεις εκτός των συνόρων. Ένας τύπος λεϊσμανίασης, η καλά-αζάρ, προκαλεί σπλαγχνική λοίμωξη και αφορά το σύστημα των μονοπύρηνων φαγοκυττάρων, προκαλώντας φλεγμονή και ίνωση του σπλήνα και του ήπατος. Η βλεννογόνιος λεϊσμανίαση προκαλεί βλάβες ιδιαίτερα στο λάρυγγα, στον πρωκτό και στο αιδοίο. Στις δύο δερματικές μορφές λεϊσμανίασης, δημιουργούνται εξελκώσεις. Οι λεϊσμάνιες προσβάλλουν και αναπαράγονται μέσα στα μακροφάγα, ενώ ελέγχονται από την απόκριση που μεσολαβείται από τα Τ-κύτταρα. Η ισχύς του ανοσολογικού συστήματος του ασθενούς προσδιορίζει τη βαρύτητα της νόσου.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: Το αντιμόνιο αποτελεί αποτελεσματική θεραπεία. Δεν διατίθεται στις Η.Π.Α., αλλά μπορεί να ληφθεί από τα Κέντρα Ελέγχου Νόσων. Τα εναλλακτικά φάρμακα περιλαμβάνουν την αμφοτερικίνη B, την παρομομυκίνη, και την πενταμιδίνη.

Υπώνυμος όρος

American leishmaniasis
cutaneous leishmaniasis
mucocutaneous leishmaniasis
tegumentary leishmaniasis
visceral leishmaniasis