Αγγλικός όρος
operation
Ορισμός
1. Η πράξη της εγχείρησης.
2. Μια χειρουργική επέμβαση.
3. Η επίδραση ή η
μέθοδος δράσης οποιασδήποτε θεραπείας.
Το ξύρισμα του δέρματος στο σημείο της επέμβασης προεγχειρητικά μπορεί να μην είναι αναγκαίο,
αναφορικά με τις ανησυχίες για βακτηριακές λοιμώξεις· ωστόσο, χρησιμοποιείται ακόμη, για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στο σημείο της επέμβασης.
Ετυμολογία
[Λατ. operatio, εγχείρημα, εργασία]
Υπώνυμος όρος
Babcock's operation
Bassini's operation
Beer's operation
Morrow's operation