Αγγλικός όρος

calculus

Ορισμός

Οποιαδήποτε παθολογική εναπόθεση, κοινώς καλούμενος λίθος, μέσα σε έναν ζωικό οργανισμό. Ένας λίθος αποτελείται συνήθως από μεταλλικά άλατα. Αυτές οι παθολογικές εναποθέσεις μπορούν να εμφανιστούν στη χοληδόχο κύστη, στους νεφρούς, στους ουρητήρες, στην ουροδόχο κύστη, ή στην ουρήθρα και σχηματίζονται συνήθως από κρυσταλλικά ουρικά άλατα συγκρατημένα μεταξύ τους με πυκνή οργανική ύλη. Βλ.: gallstone kidney stone.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Οι νεφρικοί λίθοι μπορούν να προκληθούν από την ανώμαλη λειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων, διαταραγμένο μεταβολισμό του ουρικού οξέος, όπως στην ουρική αρθρίτιδα, ή από την υπερβολική κατανάλωση γάλακτος, οξαλικών και αλκάλεων. Το αίτιο πολλών λίθων των νεφρών είναι άγνωστο.

Πληθυντικός

πληθ.
calculi


Ετυμολογία

[Λατ., beble, βότσαλο, χαλίκι]

Υπώνυμος όρος

biliary calculus
dental calculus
hemic calculus
pancreatic calculus
renal calculus
salivary calculus
urinary calculus
vesical calculus