Αγγλικός όρος
speech
Ορισμός
1. Η προφορική έκφραση των σκέψεων ενός ατόμου.
2. Η πράξη εκφοράς έναρθρων λέξεων ή ήχων.
3. Λέξεις που
χρησιμοποιούνται στην ομιλία με στόχο την επικοινωνία.
Ιστορικά, ορισμένοι αδροί ήχοι θεωρείται ότι εξυπηρέτησαν ως προειδοποιήσεις ή
απειλές μαζί με προσωπικές ή σωματικές εκφράσεις. Καθώς οι ήχοι διαφοροποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό κάθε ένας συνδέθηκε και σταδιακά ταυτίσθηκε με
συγκεκριμένη έννοια. Αυτές οι λέξεις-σύμβολα είναι πολύτιμα εργαλεία στη νοερή σύλληψη ενώ η σκέψη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτό το νοερό λόγο.
Περαιτέρω ταυτίσεις κατέστησαν εφικτά τα οπτικά σύμβολα (γραπτός λόγος) παρότι η πρωτόγονη γραπτή γλώσσα ήταν εντελώς άσχετη προς την
προφορική. Τα σύμβολα ήταν αδρές αναπαραστάσεις αντικειμένων.
Ο έναρθρος λόγος προϋποθέτει το συντονισμό του λάρυγγα, του στόματος,
των χειλιών, του θώρακα και των σπλαγχνικών μυών. Τα όργανα αυτά δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη νεύρωση για την εκφορά λόγου αλλά οι ανώτεροι
νευρώνες ανταποκρίνονται σε σύνθετα κινητικά πρότυπα πεδία, τα οποία μετατρέπουν την ιδέα σε κατάλληλες κινητικές διεγέρσεις.
Ετυμολογία
[Αγγλ. Σαξ. spaec]
Υπώνυμος όρος
aphonic speech
ataxic speech
clipped speech
cued speech
dyspraxia of speech
echo speech
esophageal speech
explosive speech
helium speech
interjectional speech
mirror speech
nasal speech
paraphasic speech
scamping speech
slurring
speech
telegraphic speech
speech abnormality