Αγγλικός όρος
infectious mononucleosis
Ορισμός
Μια οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από τον ιό Epstein-Barr (EBV), μέλος της ομάδας των ερπητοϊών. Είναι πιο κοινή στις Η.Π.Α σε άτομα ηλικίας μεταξύ 15 και 25 ετών (δηλ., σε εφήβους και νέους ενήλικες της ηλικίας του λυκείου ή του κολεγίου)· μετά από αυτή την ηλικία, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άνοσοι για τον EBV. Η νόσος αναφέρεται κάποιες φορές στην καθομιλουμένη ως «η νόσος του φιλιού».
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ Ο ιός μεταδίδεται με το σίελο και μολύνει τα επιθηλιακά κύτταρα του στοματοφάρυγγα, του ρινοφάρυγγα και των σιελογόνων αδένων πριν τη διασπορά στο λεμφοειδή ιστό (π.χ., λεμφαδένες, σπλήνας, ήπαρ) μέσω μολυσμένων Β λεμφοκυττάρων. Η περίοδος επώασης είναι 30 ως 45 μέρες.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Τυπικά, η λοιμώδης μονοπυρήνωση προκαλεί μια αιφνίδια ή σταδιακή έναρξη (7 ως 14 μέρες) με συμπτώματα κρυολογήματος, συμπεριλαμβανομένων έντονης κυνάγχης, κόπωσης, κεφαλαλγίας, θωρακικού άλγους και μυαλγίας. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν διογκωμένους, ευαίσθητους λεμφαδένες (λεμφαδενοπάθεια), εξιδρωματική αμυγδαλίτιδα και έναν διογκωμένο σπλήνα. Παρατηρείται λευ-κοκυττάρωση με άτυπα λεμφοκύτταρα. Η λοίμωξη συνήθως διαρκεί 2 με 4 εβδομάδες.
Σπανίως, η λοιμώδης μονοπυρήνωση επιπλέκεται με αιμολυτική αναιμία, ηπατομεγαλία, ίκτερο, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα ή πνευμονίτιδα. Στην Αφρική, λανθάνουσα λοίμωξη από EBV μπορεί να σχετίζεται με την ανάπτυξη λεμφώματος Burkitt.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Η διάγνωση της λοιμώδους μονοπυρήνωσης βασίζεται στην εκτίμηση των σημείων και των συμπτωμάτων, στην παρουσία άτυπων λεμφοκυττάρων και IgM αντισωμάτων στο αίμα και σε θετική ετερόφιλη αντίδραση με ερυθρά αιμοσφαίρια προβάτου (μονοτέστ). Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει τη λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό, τη νόσο εξ ονύχων γαλής, τη λοίμωξη από τοξόπλασμα και την οξεία έναρξη λοίμωξης με HIV.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για τη λοιμώδη μονοπυρήνωση· μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του πυρετού, της κεφαλαλγίας, της κυνάγχης και των μυαλγιών. Κορτικοστεροειδή μπορεί να χρησιμοποιηθούν για τις επιπλοκές. Η πλήρης ανάρρωση είναι συνήθης.
ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Κατά την οξεία φάση, ο ασθενής ενθαρρύνεται να απέχει από τη δραστηριότητα και να διατηρεί επαρκή ανάπαυση για τη μείωση της κόπωσης. Γενικά, οι ασθενείς μπορούν να αναλάβουν δραστηριότητα που δεν προϋποθέτει μεγάλη προσπάθεια μετά από 1 με 2 εβδομάδες και να ανακτήσουν το επίπεδο της φυσιολογικής τους δραστηριότητας σε 4 με 6 εβδομάδες. Αν ο σπλήνας είναι μεγεθυσμένος, οι ασθενείς θα πρέπει να αποφύγουν αθλήματα με επαφή και να μην σηκώνουν περισσότερες από 4,5 κιλά μέχρι να επιτραπεί από τον ιατρό, ώστε να προληφθεί τραυματισμός ή ρήξη του σπλήνα.