Αγγλικός όρος
cytomegalovirus infection
Ορισμός
Επίμονη, λανθάνουσα μόλυνση των λευκοκυττάρων, προκαλούμενη από τον κυτταρομεγαλοϊό (CMV), έναν ερπητοϊό της β-ομάδας, συνήθως κατά την παιδική ηλικία ή την αρχική ενηλικίωση. Τα περιστατικά είναι αυξημένα σε άτομα χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Η πρωτογενής λοίμωξη είναι συνήθως ήπια σε άτομα με φυσιολογική ανοσολογική λειτουργία, αλλά ο CMV μπορεί να επανενεργοποιηθεί και να προκαλέσει εκτεταμένη ασθένεια σε εγκύους γυναίκες, άτομα με AIDS, ή σε εκείνους που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική θεραπεία κατόπιν μεταμόσχευσης οργάνου.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η γυναίκα μπορεί να μεταδώσει τον ιό στο έμβρυο, με καταστροφικά αποτελέσματα. Περίπου 10% των βρεφών αναπτύσσουν ασθένεια εγκλείστων CMV, χαρακτηριζόμενη από αναιμία, θρομβοκυτταροπενία, πορφύρα, ηπατοσπληνομεγαλία, μικροκεφαλία και ανώμαλη διανοητική ή κινητική ανάπτυξη. Περισσότερο από το 50% αυτών των βρεφών αποθνήσκουν. Οι περισσότερες εμβρυϊκές μολύνσεις συμβαίνουν, όταν η μητέρα μολύνεται για πρώτη φορά με τον CMV κατά τη διάρκεια αυτής της εγκυμοσύνης, αλλά μπορεί επίσης να συμβεί μετά από επανα-μόλυνση ή επανενεργοποίηση του ιού. Οι ασθενείς με AIDS ή μεταμοσχεύσεις οργάνων μπορεί να αναπτύξουν γενικευμένη λοίμωξη η οποία προκαλεί αμφιβληστροειδίτιδα, οισο-φαγίτιδα, κολίτιδα, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα και φλεγμονή των νεφρικών σωληναρίων.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Ο CMV μεταδίδεται από άτομο σε άτομο μέσω της σεξουαλικής δραστηριότητας, κατά την εγκυμοσύνη ή τον τοκετό, κατά τη διάρκεια μεταμόσχευσης οργάνων, ή από μολυσμένες εκκρίσεις. Σπανίως, οι μεταγγίσεις αίματος (σε ποσοστό 5%) περιέχουν λανθάνοντα CMV. Οι ιατροί ή άλλοι επαγγελματίες υγείας, οι οποίοι περιθάλπουν μολυσμένα νεογέννητα ή ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, δεν διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να τους μεταδοθεί μόλυνση CMV από εκείνους που περιθάλπουν άλλες ομάδες ασθενών (περίπου 3%). Οι έγκυες γυναίκες και όλοι οι ιατρικοί επαγγελματίες πρέπει να ακολουθούν αυστηρά στις πρότυπες προφυλάξεις πρόληψης μολύνσεων.
ΣΥΜΠΤΏΜΑΤΑ: Η πρωτογενής λοίμωξη στα υγιή άτομα είναι συνήθως ασυπτωματική, αλλά ορισμένα άτομα αναπτύσσουν συμπτώματα τύπου μονοπυρήνωσης (πυρετό, πονόλαιμο, πρησμένους αδένες). Τα συμπτώματα στους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς σχετίζονται προς το οργανικό σύστηματο οποίο έχει μολυνθεί από CMV και περιλαμβάνουν θολή όραση η οποία εξελίσσεται προοδευτικώς σε τύφλωση, βαριά διάρροια και βήχα, δύσπνοια και υποξυαιμία. Τα αντισώματα τα οποία ανιχνεύονται στο αίμα ταυτοποιούν τη μόλυνση αλλά δεν προστατεύουν έναντι της επανενεργοποίησης του ιού.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Χρησιμοποιούνται αντιικοί παράγοντες, όπως το ganciclovir και το foscarnet, για τη θεραπεία αμφιβληστροειδίτιδας, κολίτιδας και πνευμονίτιδας στους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Η χρόνια αντιική θεραπεία έχει χρησιμοποιηθεί ώστε να καταστείλει τον CMV, αλλά αυτό το πρωτόκολλο δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό στην πρόληψη της υποτροπής του CMV, ή της ανάπτυξης μηνιγγοεγκεφαλίτιδας. H ganciclovir έχει περιορισμένη δράση στη συγγενή λοίμωξη με CMV. Δεν υπάρχει διαθέσιμο εμβόλιο.
ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Οι επαγγελματίες υγείας μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη μολύνσεων CMV, συμβουλεύοντας τις εγκύους, τις γυναίκες σε ηλικία μητρότητας και τα ανοσοκατεσταλμένα άτομα να αποφεύγουν την έκθεση με άτομα τα οποία έχουν επιβεβαιωμένη ή είναι ύποπτα για μόλυνση με CMV. Ο ιός εξαπλώνεται από άτομο σε άτομο, λόγω της έκθεσης στο αίμα (π.χ., στις μεταγγίσεις) και σε άλλα σωματικά υγρά περιλαμβανομένων των κοπράνων, των ούρων και του σιέλου. Η επαφή με τις πάνες ή τα σάλια μολυσμένου παιδιού μπορεί να επιφέρει μόλυνση σε άτομο το οποίο δεν είχε εκτεθεί σε αυτή προηγουμένως. Η CMV λοίμωξη είναι η συνηθέστερη συγγενής λοίμωξη. Προσβάλλει περίπου 35.000 νεογέννητα ετησίως. Η πρόσφατη λοίμωξη με CMV κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. Ώς αποτέλεσμα, οι νεαρές γυναίκες στις οποίες δεν ανιχνεύονται αντισώματα έναντι του CMV πρέπει να αποφεύγουν να φροντίζουν μολυσμένα παιδιά. Στις ΗΠΑ, οι νοσηλευτές οι οποίοι δεν συμβούλευσαν μολυσμένους ασθενείς σχετικά με τον κίνδυνο να μεταδώσουν τον CMV σε άλλους, έχουν κριθεί αμελείς από τα δικαστήρια. Οι γονείς παιδιών με βαριά συγγενή μόλυνση με CMV χρήζουν υποστήριξης και συμβουλευτικής αγωγής. Παρότι η λοίμωξη με CMV στις περισσότερες μη εγκύους ενήλικες γυναίκες δεν είναι επιβλαβής, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ασθένειες ή θάνατο σε άτομα με AIDS/HIV, μεταμοσχεύσεις οργάνων και άτομα τα οποία λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά ή χημειοθεραπευτικά φάρμακα. Οι μολυσμένοι με CMV ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς πρέπει να συμβουλευθούν σχετικά με τις χρήσεις των ενδεικνυόμενων φαρμακευτικών αγωγών, τη σημασία ολοκλήρωσης της πορείας της θεραπείας και τις παρενέργειες ώστε να τις αναφέρουν προκειμένου να βοηθηθούν για να τις αντιμετωπίσουν. Οι παροχείς ιατρικής βοήθειας των μολυσμένων ατόμων πρέπει να ακολουθούν γενικές προφυλάξεις, όταν χειρίζονται σωματικές εκκρίσεις.