Αγγλικός όρος

macrophage, macrophagus

Ορισμός

Μονοκύτταρο που έχει φύγει από την κυκλοφορία και έχει εγκατασταθεί και ωριμάσει μέσα σε έναν ιστό. Μακροφάγα ανευρίσκονται σε μεγάλες ποσότητες στον σπλήνα, τους λεμφαδένες, τις κυψελίδες και τις αμυγδαλές. Περίπου 50% όλων των μακροφάγων βρίσκονται στο ήπαρ, ως κύτταρα Kupffer. Είναι επίσης παρόντα στον εγκέφαλο ως μικρογλοία, στο δέρμα ως κύτταρα Langerhans, στα οστά ως οστεοκλάστες, όπως και σε ορογόνες κοιλότητες, στο μαστό και στον πλακούντα. Μαζί με τα ουδετερόφιλα, τα μακροφάγα είναι τα κύρια φαγοκύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν και να προσλαμβάνουν ξένα αντιγόνα μέσω υποδοχέων, που υπάρχουν στην επιφάνεια της μεμβράνης τους· έπειτα, τα αντιγόνα αυτά καταστρέφονται από λυσοσώματα. Η εντάπισή τους στον περιφερικό λεμφικό ιστό δίνει την ικανότητα στα μακροφάγα να δρουν σαν οι σπουδαιότεροι «καθαριστές» του αίματος, απαλλάσσοντάς το από ανώμαλα ή γηρασμένα κύτταρα και κυτταρικά απόβλητα, όπως και από παθογόνους οργανισμούς.

Τα μακροφάγα έχουν, επίσης, ένα ζωτικό ρόλο με το να επεξεργάζονται αντιγόνα και να τα παρουσιάζουν στα Τ κύτταρα, ενεργοποιώντας έτσι την ειδική ανοσολογική απάντηση. Ακόμα, απελευθερώνουν πολλές ουσίες, οι οποίες συμμετέχουν στην φλεγμονή, συμπεριλαμβανομένων χημοκινών, κυτταροκινών, λυτικών ενζύμων, ελευθέρων ριζών οξυγόνου, πηκτικών παραγόντων και αυξητικών παραγόντων. Βλ.: εικόνα

Ετυμολογία

[" + phagein, τρώγω]

Υπώνυμος όρος

macrophage activating factor
macrophage chemotactic factor
macrophage colony stimulating factor
macrophage inhibitory factor
macrophage migration ihibiting factor
macrophage processing