Αγγλικός όρος
massage
Ορισμός
1. Χειρισμός, μεθοδική πίεση, τριβή και ζύμωση του σώματος.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Το έντονο μασάζ θα πρέπει να
αποφεύγεται από ασθενείς που παίρνουν αντιπηκτικά φάρμακα ή ασθενείς με χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων· σε αυτούς τους ασθενείς το μασάζ μπορεί να
προκαλέσει αιμορραγία ή μώλωπες. Το μασάζ πρέπει επίσης να αποφεύγεται πάνω από γνωστούς όγκους, θρόμβους ή προσθετικά σωματικά μέρη.
2. Η θεραπευτική εφαρμογή του αγγίγματος από αδειούχο μασέρ. Το μασάζ είναι πιθανό να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του άγχους, της αρθρίτιδας, της
διαταραχής ελαττωματικής προσοχής/ υπερκινητικστητας, της κατάθλιψης, της ινομυαλγίας, του μυοσκελετικού πόνου, του προεμμηνορροϊκού συνδρόμου,
των αθλητικών κακώσεων και του στρες. Μία παραλλαγή, το σουηδικό μασάζ, χρησιμοποιεί τις πλήξεις, τη ζύμωση, την τριβή, τη μάλαξη με πλήξη και τη
δόνηση.
Ετυμολογία
[Ελλ. massein, ζυμώνω]
Υπώνυμος όρος
auditory massage
cardiac massage
carotid sinus
massage
electrovibratory massage
fundal massage
general massage
introductory massage
local massage
ocular
massage
Swedish massage
vapor massage
vibratory massage