Αγγλικός όρος
mastoiditis
Ορισμός
Φλεγμονή των μαστοειδών κυψελών, συνήθως αποτέλεσμα διασποράς της λοίμωξης από οξεία μέση ωτίτιδα. Η νόσος είναι
σχετικά σπάνια, τώρα που είναι γενικά διαθέσιμα αποτελεσματικά αντιβιοτικά για την οξεία μέση ωτίτιδα. Οι παθογόνοι μικροοργανισμοί είναι ίδιοι με αυτούς,
που προκαλούν οξεία μέση ωτίτιδα: είδη στρεπτόκοκκου, αιμόφιλος της ινφλουέντσας και χρυσίζων σταφυλόκοκκος, αν και σε κάποιες περιπτώσεις
μυκοβακτήρια ή μύκητες μπορεί να προκαλέσουν τη νόσο.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Ο ασθενής παραπονείται για πόνο πίσω από το αυτί και μερικές
φορές για πυρετό και συστηματικά συμπτώματα, όπως κακουχία και ρίγη. Η φυσική εξέταση μπορεί να αναδείξει ερυθρότητα και ευαισθησία πίσω από το
προσβεβλημένο αυτί με οίδημα του έξω ακουστικού πόρου.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Νωρίς στην πορεία της λοίμωξης, οι ασθενείς μπορούν να
αντιμετωπιστούν για αρκετές ημέρες με ενδοφλέβια αντιβιοτικά, ακολουθούμενα από εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική αγωγή και στενή παρακολούθηση.
Μαστοειδεκτομή ή άλλες νευροχειρουργικές επεμβάσεις μπορεί να χρειαστούν, αν η λοίμωξη έχει επεκταθεί πέρα από το περιόστεο ή αν παρουσιαστεί
ενδοκρανιακή λοίμωξη ή θρόμβωση γειτονικών φλεβών. Όλες αυτές οι επιπλοκές μπορούν να ανιχνευθούν με απεικόνιση (π.χ., αξονική τομογραφία
κεφαλής).
Ετυμολογία
[" +" + Ms, φλεγμονή]
Υπώνυμος όρος
Bezold's mastoiditis
mastoiditis
externa
sclerosing mastoiditis