Αγγλικός όρος
mast cell
Ορισμός
Ένα μεγάλο ιστικό κύτταρο, που μοιάζει με βασεόφιλο, το οποίο είναι απαραίτητο για φλεγμονώδεις αντιδράσεις που
διαμεσολαβούνται από την ανοσοσφαιρίνη Ε (IgE), αλλά δεν κυκλοφορεί στο αίμα. Τα μαστοκύτταρα είναι παρόντα στον συνδετικό ιστό ολόκληρου του
σώματος, όμως είναι κυρίως συγκεντρωμένα κάτω από το δέρμα και τους βλεννογόνους του αναπνευστικού και πεπτικού σωλήνα. Τα μαστοκύτταρα είναι
καλυμμένα με μόρια IgE, τα οποία συνδέονται με τα εξωγενή αντιγόνα, ενεργοποιώντας την αποκοκκίωση και απελευθερώνοντας μεσολαβητές όπως η
ισταμίνη, οι προσταγλανδίνες, τα λευκοτριένια και οι πρωτεάσες από πυκνά κοκκία μέσα στο κυτταρόπλασμα. Αυτοί οι μεσολαβητές προκαλούν αντίδραση
υπερευαισθησίας τύπου Ι (άμεση) (π.χ., κνίδωση, αλλεργική ρινίτιδα, άσθμα, αγγειοοίδημα και συστηματική αναφυλαξία).
Βλ.: εικόνα.
Ετυμολογία
[Ελλ. masten, τρέφω]