Αγγλικός όρος

serum

Ορισμός

1. Κάθε ορώδες υγρό το οποίο ενυδατώνει τις επιφάνειες ορογόνων μεμβρανών.
2. Το υδάτινο τμήμα του αίματος που απομένει μετά την πήξη· το υγρό που προκύπτει όταν το αίμα αφεθεί για αρκετό διάστημα ώστε να συρρικνωθεί το πήγμα.
3. Υγρό το οποίο προέρχεται από το αίμα και περιέχει αντισώματα έναντι συγκεκριμένου μικροοργανισμού. Χρησιμοποιείται για την παροχή άμεσης παθητικής ανοσίας σε κάποιον, ο οποίος έχει εκτεθεί στον ίδιο μικροοργανισμό.

Συνώνυμο

immune globulin

Πληθυντικός

serums, sera

Ετυμολογία

[Λατ., whey]

Υπώνυμος όρος

antilymphocyte serum
antitetanic serum
antitoxic serum
bactericidal serum
bacteriolytic serum
convalescent serum
foreign serum
grouping serum
immune serum
polyvalent serum
pooled serum
pregnancy serum
pregnant mares serum