Αγγλικός όρος
Pneumocystis carinii pneumonia
Ορισμός
Υποξεία ευκαιριακή λοίμωξη που χαρακτηρίζεται από πυρετό, μη παραγωγικό βήχα,
ταχύπνοια, δύσπνοια και υποξαιμία. Προκαλείται από την Pneumocystis carinii, ένα μικροοργανισμό που παλαιότερα θεωρούνταν ότι ανήκει στα πρωτόζωα,
αλλά σήμερα είναι γενικά αποδεκτός ως μύκητας. Η νόσος απαντάται συχνά σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, όπως σε άτομα με σύνδρομο επίκτητης
ανοσολογικής ανεπάρκειας ή σε άτομα που έχουν λάβει οργανικό μόσχευμα και ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. Χωρίς θεραπεία, η προοδευτική αναπνευστική
ανεπάρκεια που προκαλεί η λοίμωξη είναι τελικώς θανατηφόρα.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Η νόσος θα πρέπει να εγείρει την υποψία σε ασθενείς με λοίμωξη HIV
ή άλλους παράγοντες κινδύνου της νόσου, οι οποίοι εμφανίζουν βήχα και δύσπνοια. Η ακτινογραφία θώρακος μπορεί να δείξει διάχυτες διάμεσες διηθήσεις,
νόσο του άνω λοβού, αυτόματο πνευμοθώρακα ή κυστική πνευμονοπάθεια. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με ειδικές χρώσεις των πτυέλων, βρογχικές εκπλύσεις
ή πνευμονική βιοψία.
Βλ.: εικόνα.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η τριμεθοπρίμη-σουλφομεθοξαζόλη προστατεύει αποτελεσματικά από την πνευμονία από Pneumocystis carinii και αποτελεί το φάρμακο
εκλογής για την ενεργό νόσο. Άλλα αποτελεσματικά φάρμακα περιλαμβάνουν την πενταμιδίνη, την τριμεθοπρίμη, σε συνδυασμό με δαψόνη, και το
ατοβακόνη. Τα κορτικοστεροειδή χρησιμοποιούνται επικουρικά στην αντιμετώπιση σημαντικά υποξαιμικών ασθενών (π.χ. ασθενών με κυψελοαρτηριακό
οξυγόνο > 35 mmHg). Η εισαγωγή πολύ δραστικών αντιρετροϊκών φαρμάκων σε ασθενείς με AIDS έχει ελαττώσει σημαντικά την πνευμονία από την
Pneumocystis carinii.
Συντομογραφία
PCP
Κύριος όρος
pneumonia