Αγγλικός όρος
purpura
Ορισμός
Κάθε εξάνθημα κατά το οποίο τα ερυθρά αιμοσφαίρια διαρρέουν στο δέρμα ή τους βλεννογόνους, συνήθως σε πολλές θέσεις. Τα
πορφυ-ρικά εξανθήματα σχετίζονται συχνά με διαταραχές της πήξης ή θρόμβωση. Οι μικροσκοπικές πορφυρικές βλάβες ονομάζονται πετέχιες. Οι μεγαλύτερες
αιμορραγίες του δέρματος ονομάζονται εκχυμώσεις.
Βλ.: εικόνα.
Ετυμολογία
[Λατ., purple]
Υπώνυμος όρος
allergic purpura
anaphylactoid purpura
purpura annularis telangiectodes
fibrinolytic purpura
purpura fulminans
hemorrhagic purpura
henoch-Schonlein purpura
idiopathic thrombocytopenic purpura
purpura nervosa
nonthrombocytopenic purpura
purpura rheumatica
senile purpura
purpura simplex
thrombocytopenic
purpura
thrombotic thrombocytopenic purpura
wet purpura