Αγγλικός όρος

progesterone

Ορισμός

Μια στεροειδική ορμόνη που λαμβάνεται από το ωχρό σωμάτιο και τον πλακούντα. Είναι υπεύθυνη για τις αλλαγές στο ενδομήτριο στο δεύτερο ήμισυ του εμμηνορρυσιακού κύκλου, το οποίο προετοιμάζεται για την εμφύτευση της βλαστοκύστης. Διευκολύνει την εμφύτευση, αναστέλλοντας την κινητικότητα της μήτρας και διεγείρει την ανάπτυξη του μαζικού αδένα. Η προγεστερόνη χρησιμοποιείται για την θεραπεία γυναικών με διαταραχές της περιόδου (δευτεροπαθής αμηνόρροια, μη φυσιολογική αιμορραγία της μήτρας, ανεπάρκεια ωχρινικής φάσης) και για την αντιμετώπιση του νεφρικού ή ενδομητριακού καρκινώματος. Σε συνδυασμό με τα οιστρογόνα χρησιμοποιείται για αντισύλληψη και στην εμμηνοπαυσιακή θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης.

Συνώνυμο

progestin