Αγγλικός όρος

larva

Ορισμός

1. Γενικός όρος που εφαρμόζεται στην αναπτυσσόμενη μορφή ενός εντόμου μετά την έξοδο του από το ωό και πριν τη μεταμόρφωσή του σε χρυσαλίδα, από την οποία αναδύεται ως ενήλικο άτομο.
2. Ανώριμες μορφές άλλων ασπόνδυλων οργανισμών όπως οι σκώληκες.

Ετυμολογία

Λατ., μάσκα, κάλυμμα

Υπώνυμος όρος

larva currens
cutaneous larva migrans
visceral larva migrans