Αγγλικός όρος

accommodation

Ορισμός

1. Ρύθμιση ή προσαρμογή.
2. Στην οφθαλμολογία, ένα φαινόμενο που παρατηρείται στους υποδοχείς στους οποίους συνεχής διέγερση αποτυγχάνει να προκαλέσει μια αίσθηση ή αντίδραση.
3. Η προσαρμογή του οφθαλμού σε ποικίλες αποστάσεις μέσω της εστίασης του ειδώλου ενός αντικειμένου στον αμφιβληστροειδή μεταβάλλοντας την καμπυλότητα του φακού. Στην προσαρμογή για κοντινή όραση, ο ακτινωτός μυς συσπάται, προκαλώντας αυξημένη καμπυλότητα του φακού, η κόρη συσπάται και οι οπτικοί άξονες συγκλίνουν. Αυτές οι τρεις ενέργειες αποτελούν το αντανακλαστικό της προσαρμογής. Η ικανότητα του οφθαλμού για προσαρμογή μειώνεται με την ηλικία.
4. Στην θεωρία μάθησης του Jean Piaget, η διαδικασία μέσω της οποίας το σχήμα αντίληψης ενός ατόμου ενσωματώνει νέες εμπειρίες που δεν ταιριάζουν με τους ήδη υπάρχοντες τρόπους κατανόησης του κόσμου. Βλ.: εικόνα

Ετυμολογία

[Λατ. accomodare, προσαρμόζω]

Υπώνυμος όρος

absolute accommodation
amplitude of accommodation
binocular accommodation
excessive accommodation
mechanism accommodation
negative accommodation
positive accommodation
range of accommodation
reasonable accommodation
relative accommodation
spasm of accommodation
subnormal accommodation