Αγγλικός όρος
facial nerve
Ορισμός
To έβδομο κρανιακό νεύρο. Μικτό νεύρο αποτελούμενο από απαγωγές ίνες οι οποίες νευρώνουν τους προσωπικούς μυς, το μυώδες πλάτυσμα, τους υπογναθικούς και υπογλώσσιους σιελογόνους αδένες και προσαγωγές ίνες από τους γευστικούς κάλυκες των προσθίων δύο τρίτων της γλώσσας και από τους μύες. Οι προσαγωγές ίνες προέρχονται από το γονα-τώδες γάγγλιο, ενώ οι κινητικές και εκκριτικές ίνες από πυρήνες στη γέφυρα Κατανέμονται καθόλο το αυτί, το πρόσωπο, την υπερώα και τη γλώσσα. Οι κλάδοι του είναι ο τυμπανικός, της τυμπανικής χορδής, ο οπίσθιος ωτιαίος, ο διγα-στρικός, ο βελονοϋοειδής, ο κροταφικός, ο ζυγωματικός, ο παρειακός, ο στοματικός ο γναθικός και ο αυχενικός.
Κύριος όρος
nerve