Αγγλικός όρος
proctitis
Ορισμός
Φλεγμονή του ορθού και του πρωκτού που μπορεί να προκληθεί από σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες (π.χ. λοιμώξεις με απλό έρπητα, Neisseria gonorrhoeae, χλαμύδια και άλλους μικροοργανισμούς), ακτινοβολία (π.χ. μετά από την θεραπεία πυελικών καρκίνων), φλεγμονώδη νόσο του εντέρου (π.χ. ελκώδη κολίτιδα), αλλεργία, τραύμα ή ισχαιμία.
Ετυμολογία
[procto + Ελλ. -itis, φλεγμονή]
Υπώνυμος όρος
diphtheritic proctitis
dysenteric proctitis
gonococcal proctitis
traumatic proctitis