Αγγλικός όρος
hallucination
Ορισμός
Μια εσφαλμένη αντίληψη που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα και δεν οφείλεται σε εξωτερικό ερέθισμα· μια αντίληψη που μοιάζει με όνειρο (ή εφιάλτη) και εκδηλώνεται, ενώ το άτομο είναι σε εγρήγορση. Μπορεί να είναι οπτική (ειδ. σε κάποιες νόσους ή στερητικά σύνδρομα), ακουστική (ειδ. σε ψυχώσεις), απτική, γευστική ή οσφρητική. Τυπικά, οι ασθενείς εμφανίζονται σε σύγχυση και εκνευρισμένοι. Δεν μπορούν να διακρίνουν το πραγματικό από το φανταστικό.
Ετυμολογία
[Λατ. hallucinari, παραλογίζομαι]
Υπώνυμος όρος
auditory hallucination
extracampine hallucination
gustatory hallucination
haptic hallucination
hypnagogic
hallucination
kinetic hallucination
microptic hallucination
motor hallucination
olfactory hallucination
somatic hallucination
stump
hallucination
tactile hallucination
visual hallucination